- παιδοποιός
- παιδοποι-ός, όν,A begetting or bearing children,
δάμαρ E. Andr.4
, cf. J.AJ4.8.23;π. ἁδονά E.Ph.338
(lyr.).2 generative,σπέρμα Hdt.6.68
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δάμαρ E. Andr.4
, cf. J.AJ4.8.23;π. ἁδονά E.Ph.338
(lyr.).σπέρμα Hdt.6.68
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδοποιός — παιδοποιός, όν (Α) 1. αυτός που γεννά παιδιά 2. (για το σπέρμα) γόνιμος, γεννητικός («ὡς Ἀρίστωνα σπέρμα παιδοποιὸν οὐκ ἐνῆν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + ποιός*] … Dictionary of Greek
παιδοποιός — begetting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοποιόν — παιδοποιός begetting masc/fem acc sg παιδοποιός begetting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοποιοί — παιδοποιός begetting masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοποιά — παιδοποιός begetting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοποιῷ — παιδοποιός begetting masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
παιδοποιία — η (ΑΜ παιδοποιία) [παιδοποιός] η απόκτηση παιδιών, η τεκνοποιία αρχ. υιοθεσία … Dictionary of Greek
παιδοποιητής — παιδοποιητής, ὁ (Α) [παιδοποιώ] παιδοποιός … Dictionary of Greek
παιδοποιικός — παιδοποιϊκός, ή, όν (Μ) [παιδοποιός] ο σχετικός με την παιδοποιία … Dictionary of Greek
παιδοποιώ — (Α παιδοποιῶ, έω) [παιδοποιός] γεννώ παιδιά, τεκνοποιώ αρχ. (εσφ. ανάγν. αντί παῑδα ποιεῑσθαι) υιοθετώ … Dictionary of Greek